- γόνατι
- γόνυkneeneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτρίβω — ΜΑ τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.) μσν. τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.) αρχ. 1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
γόναθ' — γόνατα , γόνυ knee neut acc pl γόνατα , γόνυ knee neut nom pl γόνατι , γόνυ knee neut dat sg γόνατε , γόνυ knee neut acc dual γόνατε , γόνυ knee neut nom dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατ' — γόνατα , γόνυ knee neut acc pl γόνατα , γόνυ knee neut nom pl γόνατι , γόνυ knee neut dat sg γόνατε , γόνυ knee neut acc dual γόνατε , γόνυ knee neut nom dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)